Ο 80χρονος εφοπλιστής, ο Αριστείδης, ξαπλωμένος στο νεκροκρέβατό του, με μάτια θλιβερά και φωνή τρεμάμενη, φωνάζει την 25χρονη σύζυγό του, την Κλειώ.
-“Κλειώ μου,” ψιθυρίζει, “η ώρα μου πλησιάζει. Πριν φύγω από τούτον τον μάταιο κόσμο, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.”
Η Κλειώ, με δάκρυα στα μάτια, γονατίζει δίπλα του.
-“Ό,τι επιθυμείς, Αριστείδη μου,” απαντάει με λυγμό. “Θα κάνω τα πάντα για εσένα.”
-“Θέλω,” ψιθυρίζει ο Αριστείδης, “όταν πεθάνω, να μου βάλεις στο φέρετρο όλα μου τα λεφτά. Όλα! Εκτός από ένα εκατομμύριο ευρώ. Αυτό θα το κρατήσεις για εσένα, για να ζήσεις άνετα.”
Η Κλειώ, ξαφνιασμένη, σηκώνει το κεφάλι της.
-“Μα… Αριστείδη μου,” λέει με δισταγμό, “γιατί να θάψουμε τόσα χρήματα μαζί σου; Δεν θα σου χρειαστούν στον άλλο κόσμο.”
Ο Αριστείδης, με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη, απαντάει:
-“Σίγουρα δεν θα μου χρειαστούν, Κλειώ μου.
Η μοιραία στιγμή ήρθε και ο σύζυγος πεθαίνει.
Λίγο πριν τον σκεπάσουν στο φέρετρό του , η ωραία χήρα, σκύβει και βάζει μέσα στο φέρετρο ένα μεγάλο βελούδινο κουτί.
Η φίλης της που ήταν δίπλα της την ρωτάει:
-Δεν πιστεύω να έβαλες μέσα τα λεφτά ;
Η χήρα της απαντάει :
-Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά.
-Ορκίστηκα και δεν ήθελα να παραβώ τον όρκο μου.Όλα τα χρήματα που είχαμε στην τράπεζα τα κατέθεσα στον λογαριασμό μου και του έκοψα μία ισόποση επιταγή στο όνομά του και την έβαλα μέσα στο φέρετρο. Εκεί που πάει αν μπορεί ας την εξαργυρώσει.
- Ακολουθήστε μας στο Google News
- Κάντε μας like στο Facebook
- Κάντε μας like στο Twitter