Σκάει ο εγγονός στο σαλόνι σαν σειρήνα πυρασφάλειας. Μάτια γουρλωμένα, βήμα αλλοπρόσαλλο, ιδρώτας που στάζει.
Εγγονός:
— Γιαγιά… μήπως είδες τα χάπια μου;
Η γιαγιά, ήρεμη σαν μοναχός σε Θιβέτ αλλά με βλέμμα που μόλις είδε τον Μεγάλο Δράκο των Άλπεων:
— Αυτά που έγραφαν πάνω LSD;
Ο εγγονός παγώνει. Το σύμπαν κάνει buffer.
Εγγονός:— Ποια LSD, γιαγιά; Τα δικά μου χάπια ρωτάω!
Η γιαγιά σηκώνεται, του ακουμπάει τον ώμο με τρυφερότητα και του λέει σοβαρά:
— Άσε τα χάπια τώρα παιδάκι μου και πήγαινε μια βόλτα μέχρι την κουζίνα.
Πάει ο εγγονός. Ακούγεται σιωπή. Μετά ακούγονται κάτι «ωωω», κάτι «τι στο…», κάτι φτερουγίσματα από ανύπαρκτα πλάσματα.
Γυρνάει πίσω λευκός σαν ασπιρίνη.
Εγγονός:
— Ρε γιαγιά… με δουλεύεις; ΠΟΥ είναι τα χάπια μου;
Και η γιαγιά, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα από το σταυρόλεξο:
— Καλά, τους πράσινους δράκους που μαλώνουν πάνω απ’ το ψυγείο δεν τους είδες;
