Ο διπλός εφιάλτης των αγορών και οι φόβοι για τη συνέχεια
Της Ελευθερίας Κούρταλη
Αντιμέτωπες με τον διπλό εφιάλτη των υψηλών επιτοκίων για μεγάλο χρονικό διάστημα και τη νέα εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου είναι οι αγορές διεθνώς, με τα ομόλογα να δέχονται έτσι ισχυρό χτύπημα την περασμένη εβδομάδα και τις μετοχές να διορθώνουν.
Οι διεθνείς αναταράξεις δεν μπορούν να μην “ακουμπήσουν” το Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο και βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα −η οποία και οδηγεί στην έξοδο funds που επένδυαν σε χώρες με χαμηλότερη αξιολόγηση− και τα επικείμενα placements του ποσοστού του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις ελληνικές τράπεζες, τα οποία “τραβούν” ρευστότητα από την αγορά, ασκούν ήδη σημαντικές πιέσεις.
Ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε την περασμένη εβδομάδα κάτω από το επίπεδο των 1.200 μονάδων, καταγράφοντας έτσι διόρθωση άνω του 12% από τα πρόσφατα υψηλά του, παρά τα όποια θετικά νέα έχουν έρθει για την ελληνική οικονομία (όπως οι αναβαθμίσεις των οίκων).
“Alert” από τους αναλυτές
Οι διεθνείς αναλυτές συστήνουν προσοχή στους επενδυτές στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, επιλέγοντας μια πιο ουδέτερή και επιφυλακτική στάση, καθώς, όπως τονίζουν, ο πλήρης αντίκτυπος της νομισματικής σύσφιξης στην οικονομία μένει ακόμη να φανεί, κάτι που, σε συνδυασμό με τη σαφή αυστηροποίηση των πιστωτικών συνθηκών, δημιουργεί συνθήκες ακόμα και για ύφεση. Επιπλέον, η εκτόξευση του πετρελαίου στα υψηλά ενός έτους, με την τιμή του Brent να αγγίζει τα 98 δολάρια το βαρέλι και να κινείται πάνω από 30% υψηλότερα από τα τέλη Ιουνίου, ασκεί πιέσεις στον πληθωρισμό.
Κατά την Goldman Sachs, οι συνεχιζόμενες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου είναι πιθανό να προσθέσουν πληθωριστικές πιέσεις στο τέλος του έτους, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση του παγκόσμιου μείγματος ανάπτυξης/πληθωρισμού. Περαιτέρω αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου θα μπορούσαν να αποτελέσουν ισχυρό αντίθετο άνεμο για την όρεξη των επενδυτών για ρίσκο, όπως προειδοποιεί, εάν δημιουργήσουν ανοδική πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων − η αισιοδοξία για την παγκόσμια ανάπτυξη είναι ήδη αυξημένη και είναι απίθανο να αυξηθεί περαιτέρω. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Goldman συνεχίζει να τηρεί ουδέτερη στάση σε όλα τα assets –μετοχές, εμπορεύματα, κρατικά και εταιρικά ομόλογα−, σε ορίζοντα 12μήνου, και είναι overweight στα μετρητά.
H Capital Economics αναμένει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα δυσκολευτεί τους επόμενους 18 μήνες και μια ήπια ύφεση τα επόμενα τρίμηνα φαίνεται πιο πιθανή. Οι χαμηλότερες τιμές της ενέργειας και οι βελτιωμένες συνθήκες της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού θα πρέπει να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε πτωτική τάση, αν και η πρόσφατη άνοδος των τιμών του πετρελαίου ασκεί πιέσεις. Ωστόσο η αγορά εργασίας θα παραμείνει σφιχτή, διατηρώντας την αύξηση των μισθών, και η ΕΚΤ δεν θα αισθάνεται σίγουρη για την επίτευξη του στόχου της για πληθωρισμό 2% σε σταθερή βάση μέχρι αργότερα το 2024. Ο οίκος εκτιμά πως η πρώτη μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ θα έρθει τον Σεπτέμβριο, αργότερα από ό,τι αναμένουν οι περισσότεροι αναλυτές, και προβλέπει ότι το επιτόκιο καταθέσεων στο τέλος του 2024 θα κινηθεί στο 3,25% (από 4% σήμερα). Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου τούς τελευταίους μήνες θα έχει αντίκτυπο στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, ωστόσο δεν θα αλλάξει τις προοπτικές για τη νομισματική πολιτική.
Μετά τον τελευταίο γύρο των συνεδριάσεων των κεντρικών τραπεζών, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ότι ο παγκόσμιος κύκλος σύσφιξης έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, σημειώνει από την πλευρά της η Deutsche Bank. Αν και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κάποια ανακούφιση στις αγορές, θα περάσουν ακόμα μερικοί μήνες μέχρι να μπορέσουμε να πούμε ότι οι κίνδυνοι έχουν εξαλειφθεί, δεδομένου ότι τα πιο μακροπρόθεσμα επιτόκια εξακολουθούν να κινούνται σε νέα υψηλά ακόμα και τώρα, όπως τονίζει.
Τους τελευταίους έξι μήνες μόνο, η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιο καταθέσεων κατά 100 μονάδες βάσης. Σε σχέση με πριν από 12 μήνες, είναι 325 μ.β. υψηλότερο από ό,τι ήταν. Ομοίως για τη Fed, η οποία και σηματοδότησε ακόμα μία αύξηση για το 2023. Η τιμολόγηση της αγοράς δείχνει ότι οι επενδυτές αναμένουν πλέον ότι τα επιτόκια πολιτικής θα παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο μέλλον, επομένως οι προσδοκίες για αυστηρότερη πολιτική έχουν επίσης αντίκτυπο στην οικονομία.
Όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, οι κύκλοι σύσφιξης τείνουν ιστορικά να καταλήγουν σε κάποιο σοκ για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Fed ή άλλες κεντρικές τράπεζες προκαλούν άμεσα κρίση. Αντίθετα, ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων μπορεί να κάνει εμφανείς προϋπάρχουσες ευπάθειες.
Τι βλέπουν και τι φοβούνται τα funds
Το 63% των επενδυτών αναμένει sell-off στις ευρωπαϊκές μετοχές τούς επόμενους μήνες ως απάντηση στη νομισματική σύσφιξη, αλλά το 61% αναμένει ανάκαμψη το επόμενο έτος, όπως έδειξε η πρόσφατη δημοσκόπηση της Bank of America στο περιβάλλον 258 διεθνών fund managers.
Παράλληλα, το 84% βλέπει πτώση στην κερδοφορία των ευρωπαϊκών εταιρειών ως απάντηση στην επιβράδυνση της ανάπτυξης και στην εξασθένιση του πληθωρισμού, με τις υποβαθμίσεις των EPS από τους αναλυτές να αποτελούν έτσι πιο πιθανή αιτία διόρθωσης της αγοράς, ακολουθούμενη από την αποδυνάμωση των μακροοικονομικών δεδομένων.
Επίσης, το 32% των funds πιστεύει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα μπει σε ύφεση τους επόμενους 12 μήνες, από 61% που ήταν το συγκεκριμένο ποσοστό τον περασμένο μήνα, ενώ ποσοστό των ερωτηθέντων που αναμένουν παγκόσμια ύφεση παραμένει αμετάβλητο στο 14%. Ωστόσο οι ανησυχίες για την ανάπτυξη παραμένουν, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, με το 89% των επενδυτών να προβλέπει περαιτέρω επιβράδυνση στην περιοχή ως απάντηση στη νομισματική σύσφιξη (από 79% τον περασμένο μήνα). Το 53% βλέπει άμεση καθοδική πορεία για την ανάπτυξη των ΗΠΑ (από 45% τον περασμένο μήνα), με ένα επιπλέον 37% να αναμένει ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει ανθεκτική βραχυπρόθεσμα, αλλά τελικά θα επιβραδυνθεί ως απάντηση στη νομισματική πολιτική.
Τέλος, το 69% αναμένει ότι ο δομικός πληθωρισμός παγκοσμίως θα μειωθεί το επόμενο έτος, με το 40% να βλέπει τον υψηλό πληθωρισμό ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις αγορές.
Πάντως, η BofA χτύπησε το “καμπανάκι” της διόρθωσης την περασμένη εβδομάδα, επισημαίνοντας πως τα τελευταία 50 χρόνια, όταν η οικονομία δεν βρισκόταν ακόμη σε ύφεση όταν σταμάτησε η νομισματική σύσφιξη, οι ευρωπαϊκές μετοχές έτειναν να ανεβαίνουν όταν το τέλος των αυξήσεων των κεντρικών τραπεζών δεν ακολουθήθηκε από ύφεση (1984, 1995), ενώ κάθε επεισόδιο κατά το οποίο η νομισματική σύσφιξη οδήγησε σε ύφεση είδε μια διόρθωση στις αγορές της τάξης του 20% ή περισσότερο, με τις κυκλικές μετοχές και κλάδους να υποαποδίδουν των αμυντικών κατά 30% κατά μέσο όρο.
Η αμερικανική τράπεζα αναμένει ότι η πρόσφατη νομισματική σύσφιξη θα “μεταφραστεί” σε απώλεια μελλοντικής δυναμικής της ανάπτυξης: κάθε κύκλος αύξησης των επιτοκίων τα τελευταία 50 χρόνια που οδήγησε σε άνοδο κατά τουλάχιστον 300 μονάδες βάσης στο επιτόκιο της Fed είχε ως αποτέλεσμα μια απότομη ύφεση. Οι προσδοκίες της για αποδυνάμωση της δυναμικής ανάπτυξης και εξασθένισης του πληθωρισμού συνεπάγονται μεγαλύτερα ασφάλιστρα κινδύνου, χαμηλότερα κέρδη ανά μετοχή (EPS) και χαμηλότερα επιτόκια στο μέλλον. Αυτό “μεταφράζεται” σε πτώση 15% για τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 έως τις αρχές του 2024, όπως εκτιμά η BofA.
Ο “εγκλωβισμός” του Χ.Α.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών παραμένει εγκλωβισμένο σε ένα κλίμα αδυναμίας, αβεβαιότητας, επιφυλακτικότητας και έντονης μεταβλητότητας, διαψεύδοντας όσους προέβλεπαν ένα θερμό φθινόπωρο στην αγορά λόγω των πολύ θετικών εξελίξεων για την οικονομία.
Οι λόγοι της διόρθωσης της αγοράς δεν έχουν να κάνουν με την αλλαγή των πολύ θετικών προοπτικών της Ελλάδας. Άλλωστε, επενδυτικοί οίκοι προχωρούν σε αναβάθμιση των προβλέψεών τους για την ανάπτυξη φέτος, παρά το κόστος των πλημμυρών και των πυρκαγιών. Για παράδειγμα, το “success story – έκπληξη” εντός της Ευρωζώνης τα τελευταία δύο χρόνια χαρακτήρισε η Capital Economics την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία δύο χρόνια, τονίζοντας πως θα συνεχίσει μάλιστα να υπεραποδίδει. Ο οίκος αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με έναν σταθερό ρυθμό τα επόμενα δύο χρόνια. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, η ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος θα κινηθεί στο 2,3%, το 2024 στο 2,2% και τι 2025 στο 2,4%.
Από την πλευρά της, η UniCredit προχώρησε σε σημαντική αναβάθμιση των προβλέψεών της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος. Όπως επισημαίνει, έπειτα από μια πολύ ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ της το δεύτερο τρίμηνο, και υψηλότερη από το αναμενόμενο (στο +1,3% σε σχέση με το α’ τρίμηνο), αναθεωρεί τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη το 2023, κατά 0,6% και στο 2,4%. Αναμένει, όπως εξηγεί, ότι το ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται με έντονο ρυθμό το τρίτο τρίμηνο, προτού αρχίσει να επιβραδύνεται το φθινόπωρο λόγω της υποχώρησης της στήριξης από την τουριστική περίοδο, της επιτάχυνσης της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία και του αντίκτυπου της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης στις βιομηχανικές παραγγελίες.
Το Χ.Α., ωστόσο, δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τα παραπάνω, όπως και πολλά άλλα θετικά νέα. Η προοπτική των υψηλών επιτοκίων για μεγάλο χρονικό διάστημα, που έχουν σηματοδοτήσει οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της πιστωτικής συρρίκνωσης, έχουν εντείνει τις ανησυχίες για τον κίνδυνο της ύφεσης σε μεγάλες οικονομίες, με πολλά χαρτοφυλάκια να στρέφονται μακριά από τα περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν ρίσκο, όπως οι μετοχές.
Σε αυτό το δύσκολο διεθνές περιβάλλον το Χ.Α. δεν μπορεί να μείνει αλώβητο, παρά τα θετικά νέα που συνεχίζονται από το μέτωπο της οικονομίας, αλλά και τα αποτελέσματα εξαμήνου των εισηγμένων.
Παράλληλα, η αγορά επηρεάζεται και από την επικείμενη εισαγωγή της Optima Bank, καθώς και τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά το placement του ποσοστού του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις ελληνικές τράπεζες, γεγονότα τα οποία οδηγούν αρκετούς επενδυτές να βγάλουν “ρευστότητα” από την αγορά.
Όπως επισημαίνει ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance, το X.A. έχει χάσει πάνω από 10% από τα πρόσφατα υψηλά που σημείωσε τον Ιούλιο και τα οποία ήταν πολύ κοντά στα υψηλά του 2014, με την εποχικότητα να κερδίζει τα καλά νέα. Από την άλλη, η καλή εικόνα τόσο της οικονομίας όσο και των εταιρειών δεν έχει αλλάξει, με τις ελληνικές μετοχές να χαρακτηρίζονται φθηνές, όπως προσθέτει. Η ανάπτυξη το 2023 φαίνεται να κλείνει με σημαντική άνοδο παρ’ όλη τη δύσκολη περίοδο υψηλών επιτοκίων και όλα δείχνουν ότι και το 2024 θα είναι ακόμα μία καλή χρονιά.
“Όλα αυτά μας κάνουν αισιόδοξους ότι η αγορά απλώς βιώνει μια ανάπαυλα πριν συνεχίσει την ανοδική της πορεία”, τονίζει ο κ. Ζαχαράκης, προσθέτοντας πως αξίζει να σημειωθεί ότι, έπειτα από χρόνια και με εξαίρεση τις ΑΕΕΑΠ και κάποιες ιδιωτικές τοποθετήσεις στην ΕΝΑ αγορά, έχουμε το πρώτο μεγάλο ΙPO, αυτό της Optima. “Δεν θυμόμαστε στον αιώνα που διανύουμε εισαγωγή τράπεζας στο Χρηματιστήριο, παρά μόνο διασώσεις”, επισημαίνει.
Τεχνικά, όπως καταλήγει, η αγορά έκανε τη μεγαλύτερη διόρθωση του έτους, θυμίζοντας, παρ’ όλα αυτά, ότι ακόμη ο Γενικός Δείκτης καταγράφει κέρδη της τάξεως του 30%. Το πολύ σημαντικό είναι ότι υπάρχουν τίτλοι οι οποίοι έχουν διαφορετική συμπεριφορά από το σύνολο, με κάποιες να έχουν δώσει αγοραστικά σήματα, βοηθώντας στην αντίδραση του Γενικού Δείκτη.
Τα θετικά νέα δεδομένα για την ελληνική οικονομία, όπως είναι οι αναβαθμίσεις από τους οίκους, δεν έχουν αλλάξει την επενδυτική ψυχολογία, με τους αγοραστές να διατηρούν στάση αναμονής, σχολιάζει από την πλευρά του ο Δημήτρης Τζάνας, σύμβουλος Διοίκησης Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ. Ως αποτέλεσμα, οι προγραμματισμένες πωλήσεις με στόχο το κλείδωμα των κερδών, που συνεχίζουν να εκδηλώνονται, οδήγησαν τις προηγούμενες ημέρες σε παρατεταμένες ρευστοποιήσεις τραπεζικών και άλλων δεικτοβαρών τίτλων.
Με δεδομένη την περιδίνηση της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, η αποεπένδυση των διεθνών funds από το Χ.Α. με το επενδυτικό προφίλ των γρήγορων κινήσεων που τα χαρακτηρίζει δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αλλά ούτε και να μας ανησυχεί, επισημαίνει ο αναλυτής. Η αλλαγή φρουράς και η έλευση νέων funds με επενδυτική στρατηγική μακράς πνοής σύντομα θα δρομολογηθεί, ως αποτέλεσμα της απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας και από τους άλλους επενδυτικούς οίκους (S&P στις 20/10, Fitch 1/12), με το Ελληνικό Χρηματιστήριο να βάζει υποψηφιότητα για επάνοδο στις ανεπτυγμένες αγορές το 2024.
capital.gr